- ἀρτάβης
- ἀρτάβηartabafem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ίφι — (I) ἶφι (Α) (επικ. επίρρ. στον Όμ. μόνο με τα ρ. ἀνάσσειν, μάχεσθαι, δαμνῆναι) 1. ισχυρά, κραταιά (α. «ἶφι ἀνάσσειν», Ομ. Ιλ. β. «ἴφι μάχεσθαι», Ομ. Ιλ.) 2. συχνά ως α συνθετικό κύριων ον. (Ἰφιάνασσα, Ἰφιγένεια, Ἰφιγόνη, Ἰφιδάμας, Ἴφικλος,… … Dictionary of Greek
ημιαρτάβιον — ἡμιαρτάβιον, το (Α) [ημιάρταβος] πάπ. το ήμισυ τής αρτάβης* … Dictionary of Greek
μάτη — μάτη, ἡ (Α) 1. μάταιος κόπος, ανοησία, σφάλμα («μάτας εἰπών», Στησίχ.) 2. (ως μέτρο) το 1/2 τής αρτάβης. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. άγνωστης ετυμολ. Έχει διατυπωθεί ωστόσο η άποψη ότι ο τ. ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *mā t και συνδέεται με σλαβ. mat am, mat ać «στρίβω … Dictionary of Greek
μονάρταβος — μονάρταβος, ον (Α) αυτός που φορολογείται με φόρο μιας αρτάβης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + ἀρτάβη «περσικό μέτρο χωρητικότητας»] … Dictionary of Greek
μοναρταβία — μοναρταβία, ἡ (Α) [μονάρταβος] φόρος μιας αρτάβης … Dictionary of Greek
τριημιαρτάβιον — τὸ, Α το ένα και μισό τής αρτάβης. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίημι «ενάμισυ» + ἀρτάβη «περσικό μέτρο χωρητικότητας»] … Dictionary of Greek
τριμάτιον — τὸ, Α είδος μέτρου που περιείχε τρία μάτια, το 1/15 τής αρτάβης. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + μάτιον «αιγυπτιακό μέτρο χωρητικότητας»] … Dictionary of Greek